- ἀπροτίμαστος
- ἀ-προτί-μαστος (μάσσω): untouched, Il. 19.263†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
απροτίμαστος — ἀπροτίμαστος, ον (Α) 1. άθιχτος, αμόλυντος 2. απλησίαστος … Dictionary of Greek
ἀπροτίμαστος — untouched masc/fem nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροτίμαστον — ἀπροτίμαστος untouched masc/fem acc sg (epic doric aeolic) ἀπροτίμαστος untouched neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)